
Ignatios H.
2 نظر در 1 مکان
Ο Μανόλης Ανδρόνικος (Προύσα, 23 Οκτωβρίου 1919 - Θεσσαλονίκη, 30 Μαρτίου 1992) ήταν Έλληνας αρχαιολόγος.
Γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ίμβρο.[7] Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1936, όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρωμαίου, του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον. Ενώ ήταν φοιτητής, ο Ανδρόνικος εργάστηκε σαν βοηθός δίπλα στον Ρωμαίο στην ανασκαφή της Βεργίνας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1941, διορίστηκε φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου. Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις[8] όπου υπηρέτησε ως λοχίας στο 8ό τάγμα της ΙΙ ταξιαρχίας η οποία εστάλη στην Τρίπολη της Κυρηναϊκής να φυλάει αιχμαλώτους λόγω ότι ήταν «δημοκρατική».[9]
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη σχολή «Σχοινά» της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη, δίπλα στον Σερ Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.
Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Κακουλίδου (1921-2012), την οποία γνώρισε στη σχολή «Σχοινά». Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Αγαπούσε την ποίηση του Κωστή Παλαμά, Γιώργου Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του ως ιστορικού τέχνης.
Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα. Η Βεργίνα ανεσκάφη πρώτη φορά υπό του L. Heuzey το 1861 και μεταξύ των ανασκαφών υπήρξε και το Ανάκτορο. Ανασκαφές στην περιοχή έγιναν και κατά την περίοδο 1937-1940, από τον Κ. Ρωμαίο, ενώ η ανασκαφική εμπλοκή του Μ. Ανδρονίκου ξεκίνησε το 1949, αρχικά έως το 1960, όπου ειδικά στο Ανάκτορα συνεργάσθηκε με τους Γ. Μπακαλάκη εκ μέρους του ΑΠΘ και Χ. Μακαρονά από πλευράς Εφορίας Αρχαιοτήτων. Μέχρι το 1970, είχαν περατωθεί ουσιαστικά οι ανασκαφές στο Ανάκτορο, και αυτήν περίπου την εποχή ο N. Hammond υποστήριξε το ενδεχόμενο πως ανασκάπτονταν πιθανότατα οι Αρχαίες Αιγές. Με την μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1976 ο Μ. Ανδρόνικος, άρχισε ν΄ ανασκάπτει την Μεγάλη Τούμπα.
Γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ίμβρο.[7] Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1936, όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρωμαίου, του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον. Ενώ ήταν φοιτητής, ο Ανδρόνικος εργάστηκε σαν βοηθός δίπλα στον Ρωμαίο στην ανασκαφή της Βεργίνας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1941, διορίστηκε φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου. Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις[8] όπου υπηρέτησε ως λοχίας στο 8ό τάγμα της ΙΙ ταξιαρχίας η οποία εστάλη στην Τρίπολη της Κυρηναϊκής να φυλάει αιχμαλώτους λόγω ότι ήταν «δημοκρατική».[9]
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη σχολή «Σχοινά» της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη, δίπλα στον Σερ Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.
Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Κακουλίδου (1921-2012), την οποία γνώρισε στη σχολή «Σχοινά». Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Αγαπούσε την ποίηση του Κωστή Παλαμά, Γιώργου Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του ως ιστορικού τέχνης.
Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα. Η Βεργίνα ανεσκάφη πρώτη φορά υπό του L. Heuzey το 1861 και μεταξύ των ανασκαφών υπήρξε και το Ανάκτορο. Ανασκαφές στην περιοχή έγιναν και κατά την περίοδο 1937-1940, από τον Κ. Ρωμαίο, ενώ η ανασκαφική εμπλοκή του Μ. Ανδρονίκου ξεκίνησε το 1949, αρχικά έως το 1960, όπου ειδικά στο Ανάκτορα συνεργάσθηκε με τους Γ. Μπακαλάκη εκ μέρους του ΑΠΘ και Χ. Μακαρονά από πλευράς Εφορίας Αρχαιοτήτων. Μέχρι το 1970, είχαν περατωθεί ουσιαστικά οι ανασκαφές στο Ανάκτορο, και αυτήν περίπου την εποχή ο N. Hammond υποστήριξε το ενδεχόμενο πως ανασκάπτονταν πιθανότατα οι Αρχαίες Αιγές. Με την μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1976 ο Μ. Ανδρόνικος, άρχισε ν΄ ανασκάπτει την Μεγάλη Τούμπα.
Ο Αθανάσιος Διάκος (Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας ή Αρτοτίνα Φωκίδας[2] ,4 Ιανουαρίου 1788, - Λαμία, 24 Απριλίου 1821) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός εκ των πρωταγωνιστών ηρώων του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο οποίος έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Καταγόταν από την ορεινή Φωκίδα και σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός[3][4][5][6] ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας[7]. Στα οθωμανικά müsvedde ~ مسوده σημαίνει: σχέδιο και γραμματέας/γραμματικός καταγραφής φορολογικών στοιχείων και επομένως είτε Μασσαβέτας από τα Οθωμανικά, είτε Γραμματικός στα Ελληνικά, το επώνυμό του ήταν το ίδιο και το αυτό, προφανώς προερχόμενο εξ ιδιότητος που είχαν οι πρόγονοί του. Ο ίδιος επέλεξε ως επώνυμο το "Διάκος" και μάλιστα με αυτό υπέγραφε, ως τιμητικό στην πρώην ιδιότητά του. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε τη γέφυρα της Αλαμάνας και στις 23 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία, δολοφονήθηκε έπειτα από βασανιστήρια, με ανασκολοπισμό (λογοτεχνικά αναφέρεται ότι "σουβλίστηκε") από τους Τούρκους στις 24 Απριλίου 1821.